παλιρρόθιος

παλιρρόθιος
παλιρρόθιος, -ίη, -ον (Α)
1. (για κύμα) αυτός που φέρεται προς τα πίσω
2. παλίρρους*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ρόθος «ορμητική κίνηση» (πρβλ. αλί-ρροθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλιρρόθιος — back rushing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρρόθιον — παλιρρόθιος back rushing masc acc sg παλιρρόθιος back rushing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρροθίη — παλιρρόθιος back rushing fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρροθίοισι — παλιρρόθιος back rushing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρροθίου — παλιρρόθιος back rushing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρροθίους — παλιρρόθιος back rushing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρρόθιοι — παλιρρόθιος back rushing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”